Χτες ήταν Σάββατο βράδυ και το πιπίνι κανόνισε να βγει με κάτι φίλους του. Μικρά παιδιά, πήγαν σε ένα κρασομάγαζο στο Θησείο, οπότε δε θα βρισκόμασταν το βράδυ. Εμένα μου είπαν 2 φίλοι, ο Α και ο Β (έτσι αρχίζουν τα ονόματά τους, δεν τους είπα Α και Β από την αλφαβήτα), να πάμε scape (το club). Οι Α και Β είναι ζευγάρι και το Φλεβάρη θα κλείσουν 2 χρόνια. Γνωριστήκαμε στα γενέθλια του γκόμενου ενός πολύ καλού μου φίλου. Κάνουμε καλή παρέα μάλλον, γιατί είναι καλά παιδιά, γιατί ψιλοταιριάζουν τα χνώτα μας και γιατί είμαι και εγώ ζευγάρι με το πιπίνι. Το τελευταίο το λέω γιατί έχουμε τη δυνατότητα να συζητάμε τις μεταβάσεις από την εργένικη ζωή στη ζευγαροκατάσταση, που ήταν και από τους κύριους λόγους που την περασμένη Κυριακή είχαμε πει να πάμε σε club. Και να μασταν λοιπόν!
Αυτό που πάντα μου άρεσε στο Γκάζι (βέβαια μιλάμε κυρίως για την προ μετρό εποχή, που οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί), είναι ότι περπατώντας στους γνωστούς δρόμους μεταξύ των δικών μας μαγαζιών μπορεί να συναντήσεις μέχρι και τη Βανδή (που λέει ο λόγος). Εξηγούμαι : Καθώς περπατούσαμε από το μετρό στο scape έπεσα πάνω στο Ν και στον Χ τους οποίους και κάλεσα στο scape και ήρθανε. Ομολογώ πως δεν είχαν αλλάξει πολλά από την τελευταία φορά που πήγα (κατά Σεπτέμβρη μεριά). Η προσθήκη ενός όμορφου μπάρμαν, που καθώς προχώρησε η ώρα έβγαλε και τη μπλούζα του (αλλά μάλλον είχε λόρδωση) δεν πιάνεται σαν προσθήκη αν και ο Α πρόσεξε πως άλλαξαν τα φωτορυθμικά. Για λίγο χάθηκα στη γλυκειά μέθη της νυχτερινής αχαλίνωτης διασκέδασης. Θυμήθηκα τους παλιούς καιρούς που η βραδινή έξοδος στα γνωστά κλάμπια ήταν αυτοσκοπός. Είδα και τους Ν και Χ να μπαίνουν και θυμήθηκα που μαζί κάποτε οργώναμε τα μαγαζιά του Γκαζίου. Είδα και 2-3 γνωστές φάτσες και εντάξει, ένιωσα πως δεν είχα χάσει όλη την παλιά μου ταυτότητα.
Με τον Α σχολιάσαμε αρκετές φορές γιατί πριν όχι πολλά χρόνια είχαμε αυτή τη μανία. Δε βρήκαμε σαφή απάντηση. Καταλήξαμε όμως στο ότι η ζευγαροκατάσταση μας έχει οδηγήσει αργά αργά σε άλλον τρόπο ζωής. Δεν είχε άδικο. Καθώς περπατούσα σπίτι από τον ηλεκτρικό (διότι οι ταρίφες έχουν φτάσει στα ύψη) σκεφτόμουν αυτή την αλλαγή τρόπου ζωής.
Αυτό που πάντα μου άρεσε στο Γκάζι (βέβαια μιλάμε κυρίως για την προ μετρό εποχή, που οι δρόμοι ήταν σκοτεινοί), είναι ότι περπατώντας στους γνωστούς δρόμους μεταξύ των δικών μας μαγαζιών μπορεί να συναντήσεις μέχρι και τη Βανδή (που λέει ο λόγος). Εξηγούμαι : Καθώς περπατούσαμε από το μετρό στο scape έπεσα πάνω στο Ν και στον Χ τους οποίους και κάλεσα στο scape και ήρθανε. Ομολογώ πως δεν είχαν αλλάξει πολλά από την τελευταία φορά που πήγα (κατά Σεπτέμβρη μεριά). Η προσθήκη ενός όμορφου μπάρμαν, που καθώς προχώρησε η ώρα έβγαλε και τη μπλούζα του (αλλά μάλλον είχε λόρδωση) δεν πιάνεται σαν προσθήκη αν και ο Α πρόσεξε πως άλλαξαν τα φωτορυθμικά. Για λίγο χάθηκα στη γλυκειά μέθη της νυχτερινής αχαλίνωτης διασκέδασης. Θυμήθηκα τους παλιούς καιρούς που η βραδινή έξοδος στα γνωστά κλάμπια ήταν αυτοσκοπός. Είδα και τους Ν και Χ να μπαίνουν και θυμήθηκα που μαζί κάποτε οργώναμε τα μαγαζιά του Γκαζίου. Είδα και 2-3 γνωστές φάτσες και εντάξει, ένιωσα πως δεν είχα χάσει όλη την παλιά μου ταυτότητα.
Με τον Α σχολιάσαμε αρκετές φορές γιατί πριν όχι πολλά χρόνια είχαμε αυτή τη μανία. Δε βρήκαμε σαφή απάντηση. Καταλήξαμε όμως στο ότι η ζευγαροκατάσταση μας έχει οδηγήσει αργά αργά σε άλλον τρόπο ζωής. Δεν είχε άδικο. Καθώς περπατούσα σπίτι από τον ηλεκτρικό (διότι οι ταρίφες έχουν φτάσει στα ύψη) σκεφτόμουν αυτή την αλλαγή τρόπου ζωής.
Μπαίνουμε σε λούκι άμα ζευγαρώσουμε; Κάνουμε αλλαγές επειδή τις θέλουμε ή επειδή δε γίνεται αλλιώς; Δεν κατάφερα να δώσω απάντηση παρά μόνο όταν ξάπλωσα στο κρεβάτι μου και είδα τις πιζαμούλες και τις παντοφλίτσες του πιπινιού. Είχα πειστεί για την απάντησή μου, οπότε και έκλεισα τα μάτια μου ήρεμος. Έξω ξημέρωνε Κυριακή (και η ζωή ήταν πιο όμορφη από ποτέ)